- σακουλιέρης
- ο, Ν(στην Κρήτη κατά την περίοδο τής τουρκοκρατίας) Έλληνας υποχρεωμένος να μεταφέρει τα εφόδια εκστρατείας Τούρκου πολεμιστή.[ΕΤΥΜΟΛ. < σακούλι + κατάλ. -ιέρης (πρβλ. καμηλ-ιέρης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.